MENUMENU
23,00 €
CHE FECE… IL GRAN RIFIUTO
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ΄ όχι –το σωστό– εις όλην την ζωή του.
8,00 €
ΦΩΝΑΙ ΓΛΥΚΕΙΑΙ
Είν’ αι γλυκύτεραι φωναί όσαι διά παντός
εσίγησαν, όσαι εντός
καρδίας μόνον λυπηράς πενθίμως αντηχούσιν.
Εν τοις ονείροις έρχονται δειλαί και ταπειναί
αι μελαγχολικαί φωναί,
και φέρουν εις την μνήμην μας την τόσον ασθενή
αποθανόντας ακριβούς, ους κρύα κρύα γη
καλύπτει, και δι’ ους αυγή
ποτέ δεν λάμπει γελαστή, ανοίξεις δεν ανθούσιν.
Στενάζουν αι μελωδικαί φωναί· κ’ εν τη ψυχή
η πρώτη ποίησις ηχεί
του βίου μας — ως μουσική, την νύκτα, μακρυνή.
Εξαντλημένο
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
8,00 €
ΟΜΟΡΦΗ ΛΥΡΑ
Μνήμη Μήτσου Παπανικολάου
Καθώς αέρας
Πέτρες που έχτισε ο άνεμος
Το στάχυ θ’ αντέξει;
Το φύλλο του καλαμποκιού;
Η μέρα περνά
Με τους μεγάλους καθρέφτες της σιγής στα φτερά της
Πάνω απ’ τα έρημα μέρη του Καλοκαιριού
Παίρνει τα λίγα αγκάθια
Τις πέτρες χαϊδεύει
Αυτές που έχτισε ο άνεμος
Καθώς ταξιδεύει
Ενώ απ’ τα ψηλά βουνά κατεβαίνει
Σκοτεινός ο Χειμώνας
Ζητώντας ταυτότητες.
9,00 €
[Ε.’]
Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει
Ο έρωτάς του σαν σώμα αφίλητο.
Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε
άντρας σαν φύσημα ανέμου
τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε
σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.
(Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία)
8,00 €
ΕΚΔΡΟΜΗ
Πιστεύω πως τα τοπία ορίζουν την τύχη μας
είναι εκεί – χάρτες φανταστικοί που μας περιέχουν
αναπνέουν με τους πόρους των σωμάτων τα λεπτά φύλλα
μεγαλώνουμε μαζί με τα δέντρα
περπατάμε μαζί στα ίδια όνειρα
βουνά χαμηλά μές στο πρωινό φως, δάση διαφανή
ξετυλίγονται αθώα στην αρχή τα μονοπάτια
μετά ο αέρας θα σβήσει τα ίχνη, θα χαθείς
το βάρος των ημερών που έζησες
ένα κομμάτι ασβέστης στην είσοδο της σπηλιάς.
8,00 €
ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ
Οι προβολείς των στρατιωτικών αυτοκινήτων
λεκιάζουν τους λευκούς τοίχους των εκτελεσμένων
Βαθύτερα μες στο σκοτάδι του μέλλοντος
με σπρώχνουν τα φλας των φωτογράφων
Στο φως των γονατισμένων μαύρων φορεμάτων
στην υγρή αγκαλιά του χώματος
καθώς ξεπλένονται κορμιά μελανιασμένα
ένα σαπούνι ξέφυγε στ’ αυλάκι του, κυλάει,
πάνω του κάποια μέρα
θα γλιστρήσει το καθεστώς
Εξαντλημένο
XIX.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟΥΣ ΒΙΟΥΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ
ΔΟΞΑΣΙΕΣ. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΝΑΧΩΡΕΙ.
[…]
*
Το νόμισμα σου επιβάλλει
τη γεύση πως δαγκώνεις
μια κηλίδα κενού.
Όπως σου άφηνε άλλοτε
μια υγρασία παράξενη στη χούφτα
σα να χαιρέτησες άνθρωπο του νόμου.
Και συλλογίζεσαι ότι το φίδι
θα ρουφήξει μια μέρα τη θάλασσα
αλλά και πως η θάλασσα
θα καταπιεί σαν ποτάμι το φίδι
ενώ θα τρεμοσβήνει ακόμα
η φλογίτσα στο κεφάλι του
διαιωνίζοντας το Αίνιγμα του Λύχνου.
11,00 €
(Το απόμερο κλάμα)
V
Το απόμερο κλάμα
Κι όμως σα να ’ταν χτες τα περασμένα…
Αυτή η θάλασσα που ανάσαινε κι ανέβαινε λυγώντας το κορμί της
ως το λαιμό μου και μέσα της χανόμουν
Κι ύστερα ο ήλιος να κυλάει σαν ξεχασμένη χάντρα στα ξύλινα
ζεστά πατώματα και τ’ αηδόνια του κήπου βυθισμένα στο πιο
λαμπρό σκοτάδι της φωνής τους
Σα να ’ταν χτες τα περασμένα
που εμπόδιο δε στεκόταν τ’ όνειρο μπροστά μου να περάσω
Όλα ανοιγμένα στην πανέμορφη πληγή
Καταρράκτες δακρύων και φως η αγάπη
Διάφανες πάνω στο κορμί μου οι μέρες Σα δέντρο πορφυρό
καιγότανε η δύση – εκεί στο κύμα μπροστά
Εκεί – στα χαμηλωμένα βλέφαρα της αγάπης
πάνω από όστρακα ξάφνου ανοιγμένα
Εκεί – στις χαμηλόφτερες βάρκες
15,00 €
(αν τ ολίαι δύσιες)
μβ’
Άγια πνοή της μεγάλης που τον κόσμο
αυτόν λικνίζει δύναμη παρακαλώ και
στους άλλους που τη θάλασσα του Αιγ
αίου να περάσουν πάνε καλοσυνάτη το
ίδιο να φανείς όπως σε μένα που
ταχιά φερμένον από αγέρηδες της Θρακ
ης έστερξες λιμανάκια εξαίσια να προ
σφέρεις
14,00 €
(ΚΥΡΙΟ ΣΩΜΑ)
ΧΧΙ
Αλλά εκεί με πρόσμενε αυτός που δε με γνώριζε
Εκείνος που δε μ’ άφηνε να μπω στον εαυτό μου
Μαύρο λιοντάρι μούγκριζε και μ’ έδιωχνε από μπρος μου –
Μέσα στη λίμνη φάνηκε ο άλλος εαυτός μου
Με μια γενειάδα κάτασπρη όπως του κοσμογέροντα
Απ’ τα πριν γνωρίζοντας τη σκέψη μου μού απάντησε
«Πρέπει να κάνεις τρεις φορές το γύρο του εαυτού σου
Μια να σου φύγει η εντύπωση πως είσαι μόνο ένας
Δυο για να δεις πως ήτανε άλλοι χιλιάδες μέσα σου
Τρεις για να βρεις την άκρη σου το μέρος που τελειώνεις».
Και σώπασε ο απέραντος που ήταν σαν πέτρα μέσα μου
Και τρεις φορές ξεκίνησα και τρεις φορές επέστρεψα
Αλλά δεν βρήκα τίποτα που κιόλας να μην το ‘ξερα
Και κάθισα και θρήνησα για όλα αυτά που ήξερα
Για κείνο που δεν ήμουνα στα μάτια του εαυτού μου.