MENUMENU
Εξαντλημένο
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
8,00 €
ΤΟ ΧΑΡΤΟΠΑΙΓΝΙΟ
Παίζει τη ντάμα το σπαθί
Κρατάει ατού τον ρήγα
Αριστερά ο επίτροπος
Δεξιά ο στρατηλάτης
Αντίκρυ της το ωραίο παιδί
Ο ευνοούμενός της
Το φύλλο για το ταίρι της
Το κόβει ο στρατηλάτης·
Αλλάζει η τύχη στη σειρά
Το τέχνασμα τη μοιρασιά
Η Ροδαλίνα έχασε κι ας βγήκε κερδισμένη
Όσα απ’ ανθρώπους γνώση της, τα ρίχνει στο παιχνίδι
17,00 €
ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
9,00 €
ΜΙΣΗ ΩΡΑ
Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.
11,00 €
Γενεαλογία
Στον τόπο μου αγαπούν τις μυρωδιές τις διάφο-
ρες που έχουν τα φυτά και τα λουλούδια
Κόβουν φύλλα μυρωδικά, τα στρίβουνε ή τα
κρατάν, ένα κλωνί, και λένε, αχ
Βαθύ τ’ απόγευμα είναι
8,00 €
ΟΜΟΡΦΗ ΛΥΡΑ
Μνήμη Μήτσου Παπανικολάου
Καθώς αέρας
Πέτρες που έχτισε ο άνεμος
Το στάχυ θ’ αντέξει;
Το φύλλο του καλαμποκιού;
Η μέρα περνά
Με τους μεγάλους καθρέφτες της σιγής στα φτερά της
Πάνω απ’ τα έρημα μέρη του Καλοκαιριού
Παίρνει τα λίγα αγκάθια
Τις πέτρες χαϊδεύει
Αυτές που έχτισε ο άνεμος
Καθώς ταξιδεύει
Ενώ απ’ τα ψηλά βουνά κατεβαίνει
Σκοτεινός ο Χειμώνας
Ζητώντας ταυτότητες.
8,00 €
ΕΚΔΡΟΜΗ
Πιστεύω πως τα τοπία ορίζουν την τύχη μας
είναι εκεί – χάρτες φανταστικοί που μας περιέχουν
αναπνέουν με τους πόρους των σωμάτων τα λεπτά φύλλα
μεγαλώνουμε μαζί με τα δέντρα
περπατάμε μαζί στα ίδια όνειρα
βουνά χαμηλά μές στο πρωινό φως, δάση διαφανή
ξετυλίγονται αθώα στην αρχή τα μονοπάτια
μετά ο αέρας θα σβήσει τα ίχνη, θα χαθείς
το βάρος των ημερών που έζησες
ένα κομμάτι ασβέστης στην είσοδο της σπηλιάς.
9,00 €
[Ε.’]
Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει
Ο έρωτάς του σαν σώμα αφίλητο.
Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε
άντρας σαν φύσημα ανέμου
τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε
σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.
(Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία)
8,00 €
ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ
Οι προβολείς των στρατιωτικών αυτοκινήτων
λεκιάζουν τους λευκούς τοίχους των εκτελεσμένων
Βαθύτερα μες στο σκοτάδι του μέλλοντος
με σπρώχνουν τα φλας των φωτογράφων
Στο φως των γονατισμένων μαύρων φορεμάτων
στην υγρή αγκαλιά του χώματος
καθώς ξεπλένονται κορμιά μελανιασμένα
ένα σαπούνι ξέφυγε στ’ αυλάκι του, κυλάει,
πάνω του κάποια μέρα
θα γλιστρήσει το καθεστώς
11,00 €
(Το απόμερο κλάμα)
V
Το απόμερο κλάμα
Κι όμως σα να ’ταν χτες τα περασμένα…
Αυτή η θάλασσα που ανάσαινε κι ανέβαινε λυγώντας το κορμί της
ως το λαιμό μου και μέσα της χανόμουν
Κι ύστερα ο ήλιος να κυλάει σαν ξεχασμένη χάντρα στα ξύλινα
ζεστά πατώματα και τ’ αηδόνια του κήπου βυθισμένα στο πιο
λαμπρό σκοτάδι της φωνής τους
Σα να ’ταν χτες τα περασμένα
που εμπόδιο δε στεκόταν τ’ όνειρο μπροστά μου να περάσω
Όλα ανοιγμένα στην πανέμορφη πληγή
Καταρράκτες δακρύων και φως η αγάπη
Διάφανες πάνω στο κορμί μου οι μέρες Σα δέντρο πορφυρό
καιγότανε η δύση – εκεί στο κύμα μπροστά
Εκεί – στα χαμηλωμένα βλέφαρα της αγάπης
πάνω από όστρακα ξάφνου ανοιγμένα
Εκεί – στις χαμηλόφτερες βάρκες
Εξαντλημένο
XIX.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟΥΣ ΒΙΟΥΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ
ΔΟΞΑΣΙΕΣ. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΝΑΧΩΡΕΙ.
[…]
*
Το νόμισμα σου επιβάλλει
τη γεύση πως δαγκώνεις
μια κηλίδα κενού.
Όπως σου άφηνε άλλοτε
μια υγρασία παράξενη στη χούφτα
σα να χαιρέτησες άνθρωπο του νόμου.
Και συλλογίζεσαι ότι το φίδι
θα ρουφήξει μια μέρα τη θάλασσα
αλλά και πως η θάλασσα
θα καταπιεί σαν ποτάμι το φίδι
ενώ θα τρεμοσβήνει ακόμα
η φλογίτσα στο κεφάλι του
διαιωνίζοντας το Αίνιγμα του Λύχνου.