MENUMENU
11,00 €
(ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ)
Σιγά σιγά ανέβαιναν στον ουρανό τα γεγονότα
Βυθιζόμουνα στη λύπη και ξανάπλεα
στην αφρισμένη επιφάνεια της μέρας
Στα λόγια τρέχαν αίματα
Στο πρόσωπό μου λόγια
Ένα τίποτα μας χώρισε
ο αντίλογος της θάλασσας
ένα στενό δρομάκι
Κούτσαινε το φεγγάρι
Κι έφευγες σαν περίλυπος αγέρας
Εξαντλημένο
ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ
Το υπό του κόσμου ξεγελάει
Και ότι το σ’ αγαπώ υπόσχεται ζωή
Υπό τον κόσμο λεν πως απολήγουνε οι μελανές αφές
και πάλι από κει ορμώνται δαίμονες
τα πάθη του κακού
κρύφια τάχα τρυπώνουνε σε λέξεις τρυφερές
και την ευφρόνη εμπαίζουνε και την ψυχή
-την σύλληψη του κόσμου
Κοίταξε όμως
Βγαίνουν ήμερα τα φαντάσματα των ξεχα-
σμένων λόγων σε λέξεις που εκστομίζονται
στις συλλαβές τους παρεισφρήουν και σαν
εικόνες κατακλύζουν σαν παρόν μιλούν
πως έζησα
Γι’ αυτό λέω και ζω.
9,00 €
ΚΑΙ ΜΕΣ ΑΠ’ ΕΝΑΝ ίασπι μικρό
τη νύχτα θα σε βλέπω
όπως δεν έκλαψες έτσι ποτέ
βαθιά όπως δεν μου ’πες
κι έλυσες όρκο που δεν χύθηκε
αίμα σταλιά.
9,00 €
2
Τα λόγια μπερδεύτηκαν.
Πριν να πεις ήταν
κι ο άνθρωπος και τα ζώα και τα φυτά
κι ύστερα ήταν πλημμύρες
δάση
νησιά
σπίτια δίχως στέγες
κι ήταν πάνω απ’ όλα και όλα
μια χίμαιρα
μια έλξη ερωτιάρα που στέργιωσε.
Τα λόγια μπερδεύτηκαν.
Πριν να δεις ήταν
κι όταν είδες ήταν πάλι αργά
για προσευχή.
9,00 €
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ
Πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.
Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να κρατήσει το τιμόνι σε τούτους
τους καιρούς;
Χάλασε κι η πυξίδα χαθήκαν οι προορισμοί
τα κύματα σηκώθηκαν ως το μυαλό σβήσανε οι αιώνες
τόσες πατρίδες τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες.
Ασ’ τους ανέμους να μας πάνε όπου θέλουν
ασ’ τους ανέμους και το τυφλό κρασί
το ματωμένο φως πάνω στα χείλη σου, το ψέμα κι η ομορφιά σου
πες μου το πάλι
πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.
Εξαντλημένο
ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κ’ οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
8,00 €
(ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΣΠΕΡΙΑΣ)
[…]
VII
Μεσίτεψες στον Απόλλωνα να μη σκοτώνει
και λυρωδούσε στο ύψος των ελαιώνων
και τα τελευταία λυρόσχημα καμπαναριά εκεί
νομοθέτησαν την έννοια έκσταση
αντί για την έννοια παρελθόν
και η αιθρία ανταποκρίθηκε με τόσην ένταση
που, αναίτια για τα ειωθότα τα σημερινά
δηλώνοντας ότι δεν έχουν θέση
όταν ρυθμίζονται τα μεταξύ φύσεως και Θεού
εμφανίστηκαν πρώτα ο Ανδρέας Κάλβος
και κατάργησε τις έννοιες αίμα, πολιτική και ρεαλισμός
και ύστερα ο Διονύσιος Σολωμός
σιάζοντας άστρα εσπερινά στα ράσα του
ρύθμιζε πλάι στο φιλιατρό
τις ψυχικές υποθέσεις των Ελλήνων.
Εξαντλημένο
ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ
Ποια εξαίσια μουσική ξεχύνεται μεσ’ από το σώμα σου
και ποιο γαλήνιο τοπίο σε δέχεται μες στα νερά του
μαδώντας ένα τριαντάφυλλο το χέρι πέρασε
δοσμένο στην πιο μυστική ώρα, όταν γυμνώνεσαι ολότελα
και πέφτεις σαν τον λαχταριστό καρπό στην υγρή χλόη
Τι ώρα είναι αυτή που όλη σου η ζωή αθροίζεται
στον κανονικό χτύπο της καρδιάς, κάτω από το απλωμένο
υφάδι
ανάμεσα στα λυμένα μαλλιά και στον ασημένιο σταυρό του
κοιμάσαι πάνω στα πεθαμένα φιλιά του, κομμένα στο μάρμαρο
από το στόμα του προς τη ρευστή καθάρια μνήμη
Η ώρα η καλή που τα δάκρυα κυλούν πανικόβλητα
μπερδεύονται αιχμάλωτα στην ουσία της μοίρας σου
χαμένος στην υπόθεσή του, σχεδόν ανεμπόδιστος
για οποιαδήποτε πίστη
Εξαντλημένο
ΜΕ ΚΕΡΜΑΤΑ που αντηχούν σαν συζυγίες αστερισμών
(αν γίνεται να φανταστείς συναλλαγές
με αστρολάβους και πυξίδες
στα χρηματιστήρια)
εξαγοράζεις μια νύχτα στο αργυρό της σεντόνι·
κι όπως λύνει την εύκρατη ζώνη της
να σε πάρει στη Γη του Πυρός που ανατέλλει
αναγνωρίζεις να βρέχουν το σώμα της πόλης
αρτηρίες ανέμων
μυριάδες κεραίες αναδεύοντας νήματα
μιας πυκνής επουράνιας υφαντουργίας
που τυλίγει τα υπέρογκα μέγαρα
τις φαιές χειροποίητες συμπληγάδες.
Κάποιας μορφής ελληνικά στις Δυτικές Ινδίες.
8,00 €
ΦΩΝΑΙ ΓΛΥΚΕΙΑΙ
Είν’ αι γλυκύτεραι φωναί όσαι διά παντός
εσίγησαν, όσαι εντός
καρδίας μόνον λυπηράς πενθίμως αντηχούσιν.
Εν τοις ονείροις έρχονται δειλαί και ταπειναί
αι μελαγχολικαί φωναί,
και φέρουν εις την μνήμην μας την τόσον ασθενή
αποθανόντας ακριβούς, ους κρύα κρύα γη
καλύπτει, και δι’ ους αυγή
ποτέ δεν λάμπει γελαστή, ανοίξεις δεν ανθούσιν.
Στενάζουν αι μελωδικαί φωναί· κ’ εν τη ψυχή
η πρώτη ποίησις ηχεί
του βίου μας — ως μουσική, την νύκτα, μακρυνή.
Εξαντλημένο
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…